δελφίνιο

δελφίνιο
(delphinium).Φυτό της οικογένειας των ρανουγκουλιδών, γνωστό και με την ονομασία αγριοσταφίδα. Η οικογένεια αυτή αριθμεί περίπου 200 είδη. Το δ. είναι μονοετής, χνουδωτή πόα, ύψους έως 1 μ. Έχει φύλλα με σχισίματα και μπλε, μεγάλα άνθη, σε αραιούς βότρυες. Ο καρπός περικλείει μεγάλα σφαιρικά ή τριγωνικά σπέρματα. Φύεται σε καλλιεργούμενους και χέρσους αγρούς σε όλη την Ελλάδα. Χρησιμοποιώντας τους αυτοφυείς προγόνους του, έχουν δημιουργηθεί με διασταυρώσεις και επιλογή ετήσιες ή πολυετείς ανθοκομικές ποικιλίες, με ζωηρόχρωμα άνθη (κόκκινα, ροζ, μπλε, λευκά κλπ.), που αναπτύσσονται σε πυκνές ταξιανθίες επάνω σε ψηλά στελέχη (0,50-1,80 μ.). Οι ετήσιες ποικιλίες πολλαπλασιάζονται με σπόρο το φθινόπωρο, μεταφυτεύονται σε παρτέρια σε αποστάσεις 30 εκ. και ανθίζουν από τον Μάιο· οι πολυετείς ποικιλίες πολλαπλασιάζονται κυρίως με χώρισμα της τούφας τον Μάρτιο και μεταφυτεύονται σε παρτέρια σε αποστάσεις 45 εκ. Στους κήπους φυτεύονται κατά ομάδες σε πράσινους τάπητες ή στους ανθώνες πίσω από χαμηλότερα ανθόφυτα. Καλλιεργούνται και για παραγωγή λουλουδιών, που συνθέτουν ωραίες ανθοδέσμες. Αγαπούν τον ήλιο και τα ελαφρά, δροσερά εδάφη, αλλά είναι ανθεκτικά και στην ξηρασία. Τα δελφίνια φυτεύονται κατά ομάδες σε πράσινους τάπητες ή στους ανθώνες, πίσω από χαμηλότερα ανθόφυτα. Καλλιεργούνται και για παραγωγή λουλουδιών, που συνθέτουν ωραίες ανθοδέσμες.
* * *
το (Α Δελφίνιος, -ον)
(το ουδ.)
1. ονομασία διαφόρων φυτών τής οικογένειας ρανουκουλίδες
2. ονομασία διαφόρων τόπων όπου λατρευόταν ο Απόλλων
αρχ.
1. ιερό τού Απόλλωνος στην Αθήνα
2. πληθ. τα Δελφίνια
γιορτή προς τιμήν τού Απόλλωνος Δελφινιού
3. (το αρσ.) α) επίθετο τού Απόλλωνος
β) ονομασία μήνα στη Θήρα, Αίγινα, Δελφούς κ.α.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δελφίς (-ίνος). Μέσω τής λ. Δελφίνιος, ως επίθ. τού Απόλλωνος, δηλώνεται η σχέση τού θεού τόσο με το δελφίνι, «θεός τού δελφινιού» (προστάτης τών ναυτικών), όσο και με τους Δελφούς, «θεός τών Δελφών»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Δελφίδιος — Δελφίδιος, ο (Α) ο Δελφίνιος (Απόλλων). [ΕΤΥΜΟΛ. < δελφίς*. Δωρ. τ. τού επιθ. Δελφίνιος (βλ. δελφίνιο)] …   Dictionary of Greek

  • αμφορέας — Αγγείο με δύο λαβές (ή ώτα, γι’ αυτό ονομαζόταν και δίωτος ή δίωτος στάμνος) και σχήμα ωοειδές, λιγότερο ή περισσότερο μακρύ, από πηλό αλλά και από χαλκό, ασήμι, μάρμαρο, αλάβαστρο ή και γυαλί. Υπάρχουν α. που είναι πραγματικά έργα τέχνης. Άλλη… …   Dictionary of Greek

  • δελφινίνη — η αλκαλοειδές που εξάγεται από τα σπέρματα τού φυτού δελφίνιο …   Dictionary of Greek

  • λινάρι — Κοινή ονομασία δικοτυλήδονων φυτών του γένους Linum, της οικογένειας των λινιδών, της τάξης των γερανιιδών. Το γένος αυτό περιλαμβάνει περίπου 230 είδη. Πρόκειται για ποώδη, ασιατικής καταγωγής φυτά, μονοετή ή πολυετή, ανάλογα με την περιοχή όπου …   Dictionary of Greek

  • νήρειον — νήρειον, τὸ (Α) το φυτό δελφίνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. έχει σχηματιστεί πιθ. κατ επίδραση τού Νηρεύς ή τού νήριον] …   Dictionary of Greek

  • νηρειάδιον — νηρειάδιον, τὸ (Α) [νήρειον] το φυτό νήρειον, το δελφίνιο …   Dictionary of Greek

  • παράλυση — (Ιατρ.). Oνομάζεται και πάρεση. Ο όρος π. σημαίνει την κατάλυση της εκούσιας ή ακούσιας (αντανακλαστικής ή αυτόματης) κινητικότητας, εξαιτίας της απώλειας της κινητικής λειτουργίας σε ένα οποιοδήποτε σημείο μεταξύ του φλοιού του εγκέφαλου και της …   Dictionary of Greek

  • σκυλάκι — (antirrhinum majus). Φυτό, η επιστημονική ονομασία του οποίου είναι αντίρρινο. Πρόκειται για ποώδες φυτό της οικογένειας των Σηροφουλαριιδών. Εχει βλαστό όρθιο, ύψους 30 50 εκ., φύλλα λογχοειδή ακέραια, λεία, και άνθη αρκετά μεγάλα, με… …   Dictionary of Greek

  • σταφισαγρία — η, Ν βοτ. είδος τού φυτού δελφίνιο εξαιρετικά δηλητηριώδες σε μεγάλες δόσεις, αλλά φαρμακευτικό στις κατάλληλες, κν. αγριοσταφίδα, ψειροβότανο, παπαζότο κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. staphisagria] …   Dictionary of Greek

  • σώσανδρον — τὸ, Α το ποώδες φυτό δελφίνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < σῴζω + ἀνήρ, ἀνδρός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”